Τουλάχιστον δύο διαφορετικές κατηγορίες συσκευών(κατά μέσο όρο), με κύρια εκείνη των σταθερών υπολογιστών, χρησιμοποιούν σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Focus Bari για τη Lenovo, χαρτογραφώντας το τεχνολογικό επίπεδο τους. Επίπεδο, που σε ότι αφορά τις πληροφοριακές υποδομές κρίνεται ικανοποιητικό από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, οι οποίες επίσης σημειώνουν ότι οι αναβαθμίσεις εξοπλισμού πραγματοποιούνται εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.
Οι επιχειρήσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχες στο πεδίο της κυβερνοσφάλειας, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό τους έχει βρεθεί στο στόχαστρο επιθέσεων. Την ίδια στιγμή η ανησυχία φαίνεται να εντείνεται από το γεγονός ότι πολλές από τις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της τηλεργασίας, επέτρεψαν στους εργαζόμενούς τους να χρησιμοποιήσουν τον δικό τους υπολογιστή.
Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της έρευνας, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, έχει τίτλο «Leading The Way Forward: Digital Transformation & Security in the Covid-19 era» και πραγματοποιήθηκε το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου 2020.
O ψηφιακός χάρτης
Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν κατά μέσο όρο δύο κατηγορίες συσκευών. Πιο δημοφιλής κατηγορία είναι οι σταθεροί υπολογιστές, τους οποίους διαθέτει το 91% των εταιρειών, ενώ οι φορητοί υπολογιστές χρησιμοποιούνται από το 64% των εταιρειών. Το 8% κάνει χρήση και «υβριδικών» laptops, ενώ tablets χρησιμοποιεί το 25% των επιχειρήσεων του δείγματος.
Οι σταθεροί υπολογιστές αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των συνολικών υπολογιστικών συσκευών (71%), φορητούς υπολογιστές χρησιμοποιεί το 24%, ενώ μικρά ποσοστά έχουν τα tablets (4%) και τα υβριδικά laptops (1%). Αξιοσημείωτο είναι ότι οι φορητοί υπολογιστές χρησιμοποιούνται περισσότερο από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 χρήστες), αλλά και τις πολύ μεγάλες (200+ χρήστες).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η χρήση ανακατασκευασμένων (refurbished) υπολογιστών, με το 35% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι διαθέτει ήδη, ενώ επιπλέον 22% απάντησε πως εξετάζει το ενδεχόμενο αγοράς ανακατασκευασμένου υπολογιστή.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις δείχνουν να μην έχουν σταθερή πολιτική όσον αφορά στην αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού τους, καθώς το 58% δηλώνει ότι προχωρά σε αυτήν μόνο όταν κριθεί απαραίτητο. Το 17% απάντησε ότι προχωρά σε αναβάθμιση κάθε 5 χρόνια, το 5% κάθε 4 χρόνια, το 9% κάθε τρία χρόνια, το 7% κάθε δύο χρόνια και το 5% κάθε χρόνο. Οι περισσοτερες μεγάλες επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν σταθερή πολιτική αναβάθμισης, καθώς μόλις το 27% εξ αυτών απάντησε ότι ανανεώνει τον εξοπλισμό του όταν είναι απαραίτητο.
Από την άλλη πλευρά, το 80% του δείγματος που συμμετείχε στην έρευνα, απάντησε πως δεν έχει προχωρήσει σε κάποια αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού τα τελευταία τρία χρόνια. Tο 18% προχώρησε σε αναβάθμιση το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας, δηλαδή κατά την περίοδο του lockdown. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 33% των πολύ μεγάλων (200+ χρήστες) και των μεγάλων (51-200 χρήστες) αναβάθμισε τον εξοπλισμό το τελευταίο τρίμηνο.
Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι μεταξύ των ερωτηθέντων υπάρχει σχετική ικανοποίηση για το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού, που χρησιμοποιούν στις επιχειρήσεις τους.
Η ψηφιακή ασφάλεια
Ένας τομέας για τον οποίο υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία μεταξύ των ελληνικών επιχειρήσεων είναι η ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έρευνα έδειξε ότι μεταξύ των στελεχών υπάρχει μέτρια ικανοποίηση για το επίπεδο των υποδομών των εταιρειών τους και τα μέτρα που αυτές λαμβάνουν.
Το 24% των εταιρειών του δείγματος δήλωσε ότι τα τελευταία δύο χρόνια αντιμετώπισε κάποιο περιστατικό παραβίασης της ασφάλειας των συστημάτων του, είτε από εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού, είτε από κλοπή υπολογιστή.
Η μεγαλύτερη ανησυχία αφορά την άγνοια κινδύνου που έχουν οι εργαζόμενοι. Σύμφωνα με την έρευνα, οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η περιορισμένη γνώση του προσωπικού για τους κινδύνους (54%), η αδυναμία να είναι συνεχώς ενημερωμένοι στους πιθανούς κινδύνους οι ειδικοί στα συστήματα ασφαλείας (48%), αλλά και το υψηλό κόστος των σχετικών προγραμμάτων (44%).
Στις σημαντικότερες απειλές περιλαμβάνονται οι ιοί, το malware, τα λάθη από τους χρήστες, το spyware, η μόλυνση συσκευών μέσω USB, αλλά και η διαρροή/κλοπή πληροφοριών.
Κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις προχωρούν στη λήψη τεσσάρων «δράσεων», που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των υποδομών τους. Η τακτική ενημέρωση του λογισμικού (90%), η αναβάθμιση υπολογιστών με ενσωματωμένη προστασία (60%), ο περιορισμός πρόσβασης στο δίκτυο (59%) και η συχνή επιμόρφωση των χρηστών (55%) είναι οι πιο δημοφιλείς ενέργειες.
Η εργασία εξ αποστάσεως
Η έρευνα ασχολήθηκε και με το πως το lockdown επηρέασε τις ελληνικές επιχειρήσεις στο θέμα της εργασίας εξ αποστάσεως. Προ της πανδημίας, το 38% είχε τουλάχιστον έναν εργαζόμενο που εργαζόταν από απόσταση, με τον μέσο όρο των εξ αποστάσεως εργαζομένων να είναι μόλις 15,9%.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το 58% είχε τουλάχιστον έναν εργαζόμενο να τηλε-εργάζεται, με τον μέσο όρο για το σύνολο των εργαζομένων να είναι 30,3%. Σημειωτέον πως το 42% δήλωσε πως δεν είχε κανέναν εργαζόμενο εξ αποστάσεως.
Όσον αφορά στο μέλλον, το 41% των επιχειρήσεων εκτιμά πως μετά το τέλος της πανδημίας θα έχει τουλάχιστον έναν εξ αποστάσεως υπάλληλο, ενώ θεωρεί ότι κατά μέσο όρο το ποσοστό αυτό θα φθάσει στο 22,2%. Αξίζει δε να επισημανθεί πως μόνο το 17% των εταιρειών δηλώνει πως δεν θα συνεχίσει να εφαρμόζει την εξ αποστάσεως εργασία.
Όσον αφορά στον εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το 35% των ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι επέτρεψε στους εργαζόμενους να χρησιμοποιήσουν τον δικό τους υπολογιστή, ενώ το 19% μετέφερε τους σταθερούς υπολογιστές των εργαζομένων από το γραφείο στο σπίτι τους.
Το 17% χρησιμοποίησε υπολογιστές που είχε ήδη στην αποθήκη του, ενώ το 16% προχώρησε στην προμήθεια νέων υπολογιστών και το 3% αγόρασε refurbished μηχανήματα.