Φινάλε για το 2025 με εξαγορές και επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη

Φινάλε για το 2025 με εξαγορές και επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη

Συντάκτης: Deasy @ 31.12.2025

Οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης κυριάρχησαν στην ειδησεογραφία το 2025 τόσο με τη δραστηριότητά τους όσο και με τον πακτωλό κεφαλαίων που προσέλκυσαν και η χρονιά κλείνει με εντυπωσιακές συμφωνίες.

Η ιαπωνική Softbank ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε έναν ακόμα γύρο χρηματοδότησης της OpenAI με 22,5 δισ. δολάρια και πλέον εκτιμάται ότι έχει περίπου το 11% της εταιρείας του ChatGPT. Βάσει της νέας επένδυσης της Softbank, η OpenAI αποτιμάται κάπου κοντά στο μισό τρισ. δολάρια.

Στο μεταξύ άλλη μια επιχειρηματική κίνηση που ενώνει τις δυο πλευρές του Ειρηνικού ανακοινώθηκε λίγο πριν την εκπνοή του έτους. Πρόκειται για την εξαγορά της κινεζικής Manus από την Meta έναντι 2 δισ. δολαρίων. Για τα δεδομένα της Meta, δεν πρόκειται για κάποιο εντυπωσιακό ποσό, αλλά κάποιοι αναλυτές συνέκριναν τη συγκεκριμένη κίνηση με την εξαγορά του WhatsApp και του Instagram. Ίσως να συγκρίνουν μήλα με πορτοκάλια, το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι μια αμερικανική εταιρεία αποκτά τον έλεγχο μιας εταιρείας με κινεζική καταγωγή. Η Manus έχει την έδρα της στη Σιγκαπούρη, οπότε μάλλον το μακρύ χέρι του Πεκίνου δεν πρόκειται να δημιουργήσει εμπόδια στην ολοκλήρωση της εξαγοράς.

Βεβαίως η Meta βρίσκεται πολύ πίσω στην κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς δεν έχει κατορθώσει να συγκινήσει επενδυτές και χρήστες με τις ως τώρα επιδόσεις της. Η εξαγορά ενδεχομένως να τη βοηθήσει να μειώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους ανταγωνιστές της, όμως επειδή στην τεχνητή νοημοσύνη σημασία έχουν τα μυαλά, η συμφωνία προβλέπει ένα ποσό 500 εκατ. δολαρίων που θα χρησιμοποιηθεί προκειμένου να παραμείνουν οι εργαζόμενοι της Manus στη θέση τους. Κοινώς, τους χρυσώνουν για να μη φύγουν.

Όλα αυτά συνέβησαν ενώ την παραμονή των Χριστουγέννων η Nvidia προχώρησε σε μη αποκλειστική συμφωνία συνεργασίας με την Groq (καμία σχέση με το Grok της xAI), βάσει της οποία η πρώτη θα χρησιμοποιεί τεχνολογίες της δεύτερης. Η αξία της συμφωνίας υπολογίστηκε στα 20 δισ. δολάρια.