Οργανωτική αναβάθμιση της υπηρεσίας που εποπτεύει τα της κυβερνοασφάλειας προβλέπει το νομοσχέδιο που έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Συγκεκριμένα, η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας θα έχει προσωπικό 155 ατόμων, έναντι των 50 που έχει η σημερινή Γενική Διεύθυνση Κυβερνοασφάλειας, και στην κορυφή της ιεραρχίας της θα έχει έναν διοικητή και δύο υποδιοικητές.
Η Εθνική Αρχή θα λειτουργεί ως Εθνική Αρχή Πιστοποίησης και ως Εθνικό Κέντρο Συντονισμού για την Κυβερνοασφάλεια και θα διαρθρώνεται σε δύο Γενικές Διευθύνσεις, μία επιτελικού σχεδιασμού και μία επιχειρησιακή.
Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, το προσωπικό της Αρχής αποτελείται από:
α. Μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου πολιτικό προσωπικό,
β. ειδικό επιστημονικό, καθώς και τεχνικό ή βοηθητικό προσωπικό, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου και αορίστου χρόνου,
γ. εν ενεργεία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και πολιτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, ένστολο και πολιτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και έως έξι υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
δ. δικηγόρους με έμμισθη εντολή
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, ο διοικητής έχει το δικαίωμα υποβολής κυρώσεων σε φορείς που δεν κοινοποιούν εγκαίρως κάποιο περιστατικό κυβερνοασφάλειας ή δεν λαμβάνουν προληπτικά μέτρα αποτροπής. Συγκεκριμένα οι κυρώσεις ξεκινούν από 15.000 ευρώ και φτάνουν ως τα 200.000 ευρώ σε περίπτωση υποτροπής.
Η αναβάθμιση της Γενικής Διεύθυνσης σε Εθνική Αρχή και η ενίσχυσή της με προσωπικό κρίθηκε απαραίτητη ενόψει της εφαρμογής της Οδηγίας NIS2 της ΕΕ που θα αυξήσει κατακόρυφα τον αριθμό των εποπτευόμενων φορέων σε 2.000 από περίπου 70 που είναι σήμερα.
Κρίνοντας από τα σημαντικά περιστατικά κυβερνοασφάλειας που σημειώθηκαν το 2023, κυρίως με τη χρήση ransomware, το προσωπικό της Εθνικής Αρχής θα έχει αρκετή δουλειά μπροστά του.
Η δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου θα ολοκληρωθεί στις 17 Ιανουαρίου και θα ακολουθήσει η διαδικασία της συζήτησης και ψήφισής του στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής και, τέλος, στην Ολομέλεια.