Την προηγούμενη εβδομάδα ο Economist επανέφερε το θέμα, αν οι «γίγαντες» του Διαδικτύου (στην ουσία, το Facebook και η Google) οφείλουν να σώσουν τον Τύπο από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί.
Η επιχειρηματολογία είναι γνωστή εδώ και καιρό: Οι ιντερνετικές πλατφόρμες δεν διαθέτουν Περιεχόμενο (κείμενο, εικόνα, video, ήχο) δικό τους παρά μόνο χρησιμοποιούν αυτό που παράγουν οι χρήστες τους, βγάζοντας χρήματα από τις διαφημίσεις. Αφού όμως το μεγαλύτερο μέρος της κίνησής τους το οφείλουν στον Τύπο, με τους χρήστες τους να κοινοποιούν, να σχολιάζουν ή να ποστάρουν άρθρα εφημερίδων, περιοδικών ή εκπομπών, μήπως θα έπρεπε ένα μέρος των εσόδων τους να το πληρώνουν απευθείας στους εκδότες;
Η λογική αυτή έχει υιοθετηθεί από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως αποδεικνύεται από την πολυετή μάχη της Google εναντίον των εκδοτών για την υπηρεσία της Google News. Στην Ελλάδα αυτή η λογική ισχύει κάπως, ή τελοσπάντων ισχύει έμμεσα, μέσω της «εισφοράς διαδικτυακής διαφήμισης υπέρ ΕΔΟΕΑΠ», που είναι στην ουσία το αγγελιόσημο που καταργήθηκε και επανήλθε «από την πίσω πόρτα».
Από ό,τι μαθαίνω από το άρθρο του Economist η Google τουλάχιστον φαίνεται να «λυγίζει», υποσχόμενη πριν λίγο καιρό 1 δις για τα τρία επόμενα χρόνια σε εφημερίδες ώστε να συνεχίσουν να της προσφέρουν Περιεχόμενο για τις ιστοσελίδες της.
Πρέπει όμως να συμβαίνουν όλα αυτά;
Ο Economist λέει όχι, και αυτή είναι από τις λίγες φορές που θα συμφωνήσω μαζί του.
Βέβαια, καθένας μας το βλέπει από διαφορετική μεριά. Ο Economist απεχθάνεται την κρατική παρέμβαση και τη στήριξη με χρήματα του Δημοσίου βιομηχανιών που κανονικά θα έπρεπε να χρεοκοπήσουν και να κλείσουν. Από τη μεριά μου, πιο πολύ με ενοχλεί το γεγονός ότι ο πληρώνων, όπως συμβαίνει πάντα στη ζωή, θα έχει λόγο για το προϊόν ή την υπηρεσία που πληρώνει. Ή, με άλλα λόγια, ότι η Google και το Facebook, αν καταλήξουν να είναι εκείνοι οι μεγαλύτεροι πελάτες του Τύπου, θα έχουν λόγο για τα νέα που θα μαθαίνουμε.
Και η λύση ποια θα ήταν; Η λύση φυσικά θα ήταν ο Τύπος να σταθεί στα πόδια του. Να αντιμετωπίσει το ψηφιακό κύμα, όπως έκανε η βιομηχανία της μουσικής και του κινηματογράφου, και να επανέλθει δυνατότερος από πριν. Το ενδιαφέρον του κόσμου για νέα, και μάλιστα ποιοτικά, δεν ατόνησε, και δεν θα ατονήσει ποτέ. Όταν όμως του προσφέρονται τζάμπα, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, γιατί κανείς να τα πληρώσει;
Πως θα μπορούσε ο Τύπος να το κάνει αυτό; Με τον εξής απλό τρόπο, «κλειδώνοντας» εντελώς τους ιστότοπούς του σε μη συνδρομητές. Το άρθρο του Economist που σχολιάζω εδώ είναι «κλειδωμένο». Ενώ θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας, δεν μπορώ. Το ίδιο συμβαίνει σιγά-σιγά και με όλα τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα του κόσμου.
Αντίθετα, στην Ελλάδα η δημοσιογραφική υπηρεσία συνεχίζει να παρέχεται, εδώ και χρόνια, δωρεάν. Σχεδόν κανείς δεν αγοράζει εφημερίδα καθημερινά. Αντίθετα, ενημερωνόμαστε από δωρεάν ιστότοπους ή από τα ποσταρίσματα των «φίλων» μας στα social media. Ταυτόχρονα κάνουμε συζητήσεις επί συζητήσεων για τα fake news, για το χαμηλό επίπεδο του Τύπου, για τον ελεγχόμενο Τύπο από κόμματα, από επιχειρηματίες κλπ κλπ. Εθελοτυφλούμε επομένως, ή καλύτερα αυτό-κοροϊδευόμαστε για μια ακόμα φορά. Αρνούμαστε να αναλογιστούμε, αν το φτηνό κρέας το τρώνε τα σκυλιά, τι γίνεται με το τζάμπα ή, έστω, με αυτό που είναι έτοιμοι άλλοι να πληρώσουν για εμάς…