Αν και την παραγωγή την έχει κάνει η εταιρεία Daiso, η μεγαλύτερη (αν δεν κάνω λάθος) αλυσίδα καταστημάτων των 100 γεν στην Ιαπωνία (αντίστοιχα με τα καταστήματα του ενός ευρώ: είναι πάρα πολύ διαδεδομένα στην Ιαπωνία και μπορεί κανείς σ’ αυτά να βρει τα πάντα) πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να τα βρει κανείς στα καταστήματά της και, άρα, και σε αυτό που υπάρχει κοντά στο σπίτι μου, δεν τα έχω δει από κοντά. Όμως η φωτογραφία στο σχετικό tweet ενός ιάπωνα χρήστη του Twitter δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας –ούτε και η σχετική σελίδα στο σάιτ “100 Γεν Ζούκαν” ή “Οδηγός Μαγαζιών 100 Γεν”.
Ακόμα και αν δεν ξέρει κανείς ιαπωνικά ώστε να διαβάσει το “鳥よけCD”, η επεξήγηση υπάρχει και στα αγγλικά: έναντι 100 γεν, δηλαδή 75 σεντς του ευρώ, μπορεί να αγοράσει κανείς τρία CD για να τα κρεμάσει στο μπαλκόνι του και να τρομάζει τα πουλιά –μάλιστα, το πακέτο περιλαμβάνει και σπάγκο για να μπορέσει να τα κρεμάσει. Και παρότι δεν ξέρω πόσο αποτελεσματικά είναι (στην περιοχή μου υπάρχουν κυρίως κοράκια και αυτά αφενός δεν πλησιάζουν τα μπαλκόνια ώστε να τα λερώσουν και αφετέρου παραείναι έξυπνα για να τρομάξουν από ένα γυαλιστερό πράγμα) το σχόλιο του χρήστη του Twitter (“Τελικά εκεί έφτασαν τα CD”) μου προκαλεί αναπόφευκτα σκέψεις.
Όπως έγραφα και προ καιρού, με αφορμή το “Μουσείο Παρωχημένων Μέσων”, είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς κάτι που αποτελεί μέρος της προσωπικής του ιστορίας μετατρέπεται σε... ιστορία. Ειδικά στην περίπτωση του CD, νομίζω ότι οι άνθρωποι της δικής μου γενιάς, αυτοί δηλαδή που γεννήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μπορούν δίκαια να το θεωρούν “δικό τους” αφού βγήκε στην αγορά στις αρχές-μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν δηλαδή η γενιά αυτή άρχισε να ακούει μουσική: ναι μεν, μάθαμε τη μουσική από τους δίσκους βινυλίου όμως η ιδέα των μικρών αστραφτερών δίσκων που μόλις είχαν κυκλοφορήσει σε Ευρώπη και Ιαπωνία αναμφίβολα ερέθιζε τη φαντασία μας.
Ή ίσως να ήταν μόνο η φαντασία όσων διαβάζαμε επιστημονική φαντασία: οτιδήποτε “ψηφιακό” ακουγόταν πολύ πιο σύγχρονο από οτιδήποτε “αναλογικό” ενώ το αυτόματο συρταράκι που άνοιγε, έπαιρνε το δισκάκι και το εξαφάνιζε στο, συνήθως μαύρο εσωτερικό του. Αν προσέθετε κανείς τις διάφορες λειτουργίες που ήταν αδύνατον να υπάρξουν στο βινύλιο (δε χρειαζόταν να αλλάξεις πλευρά, μπορούσες να προγραμματίσεις την αναπαραγωγή με όποιον τρόπο ήθελες κ.λπ.) το CD ήταν ό,τι κοντινότερο σε μια συσκευή από διαστημόπλοιο μπορούσαμε να έχουμε στο δωμάτιό μας –ναι, τόσο εύκολα εντυπωσιαζόταν κανείς στη δεκαετία του 1980! (Όσοι δεν το πιστεύουν μπορούν να ρίξουν μια ματιά στην πολιτική σκηνή της εποχής.)
30 χρόνια μετά από τότε που πήρα το πρώτο μου CD player (ένα Philips, αγορασμένο ιδιοχείρως από την Ολλανδία) τα αστραφτερά δισκάκια του μέλλοντος –που τώρα είναι παρόν- πουλιούνται 25 σεντς το ένα για σκιάχτρα –με δώρο το σπαγκάκι. Και όχι, το γεγονός δε με θλίβει, ίσως επειδή τα 25 από τα χρόνια αυτά τα έχω περάσει σε απόσταση αναπνοής από την τεχνολογία ώστε οι αλλαγές της να μου φαίνονται φυσικές. Όμως, και ίσως γι αυτό να φταίει το περίεργο μείγμα συναισθημάτων που έχω κάθε χρόνο όταν πλησιάζει ο καιρός να επιστρέψω στην Ελλάδα, αναρωτιέμαι: τι θεωρούν επιστημονική φαντασία οι σημερινοί 20χρονοι; Και αν δε θεωρούν τίποτα, αυτό είναι καλό ή κακό;