Μοναχικές ενασχολήσεις

Μοναχικές ενασχολήσεις

Συντάκτης: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης @ 18.04.2017

Η συνηθέστερη απορία που έχω εισπράξει σχετικά με την ενασχόλησή μου με την τεχνολογία και ειδικά με τους υπολογιστές τα τελευταία σχεδόν 25 χρόνια είναι: μα καλά, είναι δυνατόν να μην παίζεις παιχνίδια; Και όμως, η απάντηση είναι “ναι”. Ίσως επειδή είχα ήδη περάσει ένα -δυο χρόνια στα arcades με τα δεκάρικα μιάμιση δεκαετία πριν ή ίσως επειδή είχα πάρει τον πρώτο μου υπολογιστή, έναν Atari, ειδικά για να ασχοληθώ με τη μουσική (μια περίοδο που είχα πιστέψει ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου) και δεν είχα μυαλό για τίποτα άλλο (τόσο πολύ το είχα πιστέψει!) η ιδέα να χρησιμοποιήσω τον υπολογιστή μου για gaming μου φαινόταν απολύτως ανόητη. Ειδικά μάλιστα όταν διαπίστωσα τι μπορούσε να κάνει κανείς με ένα μόντεμ, η συζήτηση έληξε.

Τα παραπάνω ισχύουν γενικά. Στο περιθώριό τους υπάρχει ένα διάστημα μερικών εβδομάδων που έπαιξα (με cheats) όλα τα παιχνίδια της σειράς Leisure Suite Larry όπως περιλαμβάνονταν στη συλλογή “Leisure Suit Larry's Greatest Hits & Misses” (νομίζω ήταν και η πρώτη μου αγορά μέσω Internet, απευθείας από το σάιτ της Sierra) –όποιος είχε παίξει “Λάρι” καταλαβαίνει γιατί κόλλησα έστω και λίγο μ’ αυτά- έναν μήνα που έπαιζα καθημερινά “Doom” (κυρίως επειδή μου είχε φανεί συναρπαστική η κίνηση όντας σε πρώτο πρόσωπο και μια εβδομάδα που έπαιξα, επίσης με cheats ένα μικρής εμβέλειας παιχνίδι που λεγόταν “Discworld Noir” επειδή είχε σχέση με τον κόσμο του Τέρι Πράτσετ, ενός συγγραφέα τον οποίο ακόμα διαβάζω με μεγάλη ευχαρίστηση.

Και βεβαίως η πασιέντζα, το κατά Windows “Solitaire” το οποίο για κάποιον περίεργο λόγο δεν το θεωρούσα ακριβώς “παιχνίδι” αλλά κάτι που μπορούσες να κάνεις όταν μιλούσες στο τηλέφωνο ή όταν περίμενες να βράσουν τα μακαρόνια. Ήταν κάτι πολύ φυσικό με το οποίο μάλιστα αισθανόμουν και μια ειδική σχέση καθώς είναι από τα λίγα πράγματα που μου είχε δείξει η γιαγιά μου, προφανώς όχι στον υπολογιστή αλλά με κανονικά χαρτιά –την αποκαλούσε “λοξή” και ήταν μια μόνο από τις πασιέντζες που ήξερε. Η αδιαφορία μου για τα χαρτιά γενικώς την εμπόδισε να μου δείξει και μερικές ακόμα πιο περίπλοκες όμως όταν μερικά χρόνια μετά τον θάνατό της, τη βρήκα κρυμμένη στα Windows, αισθάνθηκα μια ιδιαίτερη χαρά. 

Αν και θυμάμαι πότε μπήκε στη ζωή μου η πασιέντζα, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε βγήκε –σίγουρα δεν την έχω τώρα στον υπολογιστή μου που τρέχει Windows 8 (αφού σταμάτησε με τα Windows 7) όμως είμαι σίγουρος ότι έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από τότε που έπαιξα για τελευταία φορά. Και παρότι γράφοντας αυτό το κείμενο ανακάλυψα ότι η Microsoft προσφέρει ακόμα μια πασιέντζα την οποία μάλιστα μπορεί κανείς να παίξει ονλάιν και παρότι έπαιξα μια, έτσι χάριν του παλιού καιρού, η αίσθηση δεν ήταν η ίδια και δεν προτίθεμαι να την κατεβάσω για να την κρατήσω στον υπολογιστή μου.

Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Επειδή ένα από τα τελευταία μίνι-ντοκιμαντέρ της σειράς “Great Big Story” έχει για θέμα του τον Ουές Τσέρι, τον άνθρωπο που έφτιαξε το αρχικό Solitaire το 1988 όντας εκπαιδευόμενος στη Microsoft. Ο κ. Τσέρι, έφτιαξε το παιχνίδι απλώς επειδή βαριόταν και τα Windows δεν είχαν κάποια παιχνίδια που θα του επέτρεπαν να διασκεδάσει λίγο, ο Μπιλ Γκέιτς το είδε, το δοκίμασε και παρότι σχολίασε ότι ήταν δύσκολο (!) αποφάσισε να το συμπεριλάβει στο λειτουργικό και τα υπόλοιπα είναι, όπως λένε, ιστορία. Η οποία δεν περιλαμβάνει τη λεπτομέρεια ότι ο δημιουργός του Solitaire έγινε πλούσιος επειδή δεν έγινε: όντας μαθητευόμενος, το πρόγραμμά του πέρασε στη Microsoft και παρότι παίχτηκε από εκατομμύρια ανθρώπους επί δισεκατομμύρια ώρες, ο ίδιος δεν κέρδισε τίποτα.

Θεωρητικά η πασιέντζα ήταν ένας τρόπος για να μάθει κανείς να χρησιμοποιεί το ποντίκι του υπολογιστή –ναι μιλάμε για μια περίοδο που οι άνθρωποι δεν ήξεραν να το κάνουν αυτό. Και παρότι ακούγεται σαν πρόφαση, προσωπικά τη χρησιμοποίησα αρκετές φορές έτσι, όταν διάφοροι φίλοι και γνωστοί μου ζητούσαν βοήθεια σχετικά με τη χρήση του πρώτου τους υπολογιστή. Είμαι ωστόσο απολύτως βέβαιος ότι αυτή της η χρήση κάλυπτε περίπου το 0,000001/% της συνολικής: όλη η υπόλοιπη ήταν, όπως και η δική μου, απλώς για να περνάει η ώρα. Αν δε, με ρωτήσει κανείς αν προτιμώ αυτό το πέρασμα της ώρας από το αντίστοιχο που κάνω σήμερα διαβάζοντας το feed μου στο Facebook, θα απαντήσω το τελευταίο: η γοητεία της επικοινωνίας, έστω και αυτής του Facebook παραμένει μεγαλύτερη από αυτή της νοσταλγικής απομόνωσης...