EY: υψηλά ρίσκα στην αγορά προσφορών κρυπτονομισμάτων

EY: υψηλά ρίσκα στην αγορά προσφορών κρυπτονομισμάτων

Συντάκτης: Deasy @ 04.06.2018

Η έλλειψη θεμελιώδους αποτίμησης και διαδικασιών due diligence από τους δυνητικούς επενδυτές αποτελεί το πιο βασικό λόγο της ακραίας μεταβλητότητας που παρατηρείται στην αγορά προσφορών κρυπτονομισμάτων (Initial Coin Offerings – ICOs), σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΥ.

Όπως διαπιστώνει η έρευνα, σε ορισμένες περιπτώσεις, επενδύονται κεφάλαια με ρυθμό που ξεπερνά τα 300.000 δολάρια ανά δευτερόλεπτο, ενώ στις 372 ICOs που μελέτησε, οι προσφορές αυτές συγκέντρωσαν κεφάλαια 3,7 δις δολαρίων, δηλαδή ποσό διπλάσιο από την αξία των επενδύσεων επιχειρηματικών συμμετοχών σε έργα blockchain. Ο μεγαλύτερος όγκος ICOs συγκεντρώνεται στις ΗΠΑ (περισσότερα από 1 δις δολάρια), ενώ ακολουθούν η Ρωσία και η Κίνα, με πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια έκαστη.

 

Αποτιμήσεις με βάση προσδοκίες, ή και τον φόβο «να βρεθείς εκτός»

Σε αντίθεση με τις δημόσιες εγγραφές (Initial Public Offerings – IPOs) στο χρηματιστήριο, οι προσφορές κρυπτονομισμάτων τοποθετούνται στην αγορά πριν καν δημιουργηθεί μια επιχείρηση γύρω από την προτεινόμενη λύση. Ενώ κάποιες πολύ ελπιδοφόρες επιχειρήσεις κατάφεραν να προχωρήσουν σε δημόσιες εγγραφές πριν καταγράψουν κέρδη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία διαθέτουν έσοδα και πελάτες, με βάση τα οποία είναι δυνατό να δημιουργήσουν μοντέλα αποτίμησης.

Η τυπική προσφορά κρυπτονομισμάτων δεν έχει πελάτες, δεν έχει έσοδα και, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχει κανένα λειτουργικό προϊόν. Συχνά, η μοναδική βάση για μια προσφορά κρυπτονομίσματος είναι μια λευκή βίβλος που περιγράφει τη σχεδιασμένη τεχνολογία και ένα μικρό κομμάτι λογισμικού που διέπει τον τρόπο έκδοσης και διαχείρισης των ειδικών νομισμάτων (tokens). Παρόμοιες αποτιμήσεις, που βασίζονται αποκλειστικά σε μια λευκή βίβλο, θα είναι πάντοτε επικίνδυνες και εξαιρετικά κερδοσκοπικές.

 

Συμφόρηση δικτύων

Η έρευνα ανέλυσε, επίσης, πάνω από 110 ICOs, τα οποία έχουν συγκεντρώσει μέχρι στιγμής το 87% των κεφαλαίων. Πάνω από το 70% ήταν στην πλατφόρμα Ethereum, ένα δημόσιο blockchain. Πρόκειται, όχι μόνο για την κύρια πλατφόρμα για ICOs, αλλά φιλοξενεί, επίσης, μια πληθώρα άλλων διαμοιραζόμενων εφαρμογών, συμπεριλαμβανομένου του δημοφιλούς εικονικού παιχνιδιού σε βάση blockchain, CryptoKitties.

Το αποτέλεσμα είναι η συμφόρηση του δικτύου, καθώς συναλλασσόμενοι και επιχειρήσεις ανταγωνίζονται για περιορισμένες χρονοθυρίδες συναλλαγών. Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, μακροπρόθεσμα, ο οδικός χάρτης της Ethereum προβλέπει την ανάπτυξη της δυνατότητας για περισσότερες συναλλαγές. Βραχυπρόθεσμα, όμως, η συμφόρηση του δικτύου θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσθετο κίνδυνο για τους επενδυτές.

 

Ασφάλεια και ρυθμιστικό περιβάλλον

Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι επενδυτές αντιμετωπίζουν δύο ακόμη σημαντικούς κινδύνους. Ο πρώτος είναι κανονιστικός: διαφορετικές χώρες έχουν διαφορετικά επίπεδα αυστηρότητας κανονιστικών ρυθμίσεων για τα ICOs, αφήνοντας κενά και τρωτά σημεία στην αγορά. Ως αποτέλεσμα, όσοι επιθυμούν να διεξάγουν παράνομες δραστηριότητες με μια προσφορά, θα μπορούσαν να μετακινηθούν σε χώρες όπου οι ρυθμιστικές αρχές υιοθετούν μια πιο χαλαρή προσέγγιση προς τις προσφορές κρυπτονομισμάτων.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η κλοπή μέσω κυβερνοεπιθέσεων (hacking): πάνω από το 10% των κεφαλαίων που επενδύονται σε ICOs χάνεται ή γίνεται αντικείμενο κλοπής από επιθέσεις χάκερ (σχεδόν 400 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). Οι χάκερς επωφελούνται από την υπερβολική δημοσιότητα, τη μη αναστρεψιμότητα των συναλλαγών που βασίζονται σε blockchain και βασικά σφάλματα προγραμματιστών, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν τα ICOs είχαν ελεγχθεί προσεκτικά από έμπειρους προγραμματιστές και αναλυτές κυβερνοασφάλειας.

Τα κεφάλαια υπεξαιρούνται μέσω αντικατάστασης των διευθύνσεων του ψηφιακού πορτοφολιού του εκάστοτε έργου (phishing, hacking ιστοσελίδων), πρόσβασης σε ιδιωτικά κρυπτογραφημένα κλειδιά και κλοπής κεφαλαίων από ψηφιακά πορτοφόλια, ή hacking χρηματιστηρίων και ψηφιακών πορτοφολιών. Οι κλοπές αυτές έρχονται να προστεθούν στις έμμεσες απώλειες, που προκαλούνται από τον υψηλό κίνδυνο για τη φήμη των υπευθύνων των έργων.